γοητεύομαι

γοητεύομαι
çekiciliğine kapılmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γοητεύομαι — γοητεύομαι, γοητεύτηκα και γοητεύθηκα, γοητευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”